Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κανάτι
κανάτι
Greek
Alternative forms
(
literary
)
καννάτι
n
(
kannáti
)
Noun
κανάτι
•
(
kanáti
)
n
(
plural
κανάτια
)
diminutive of
κανάτα
(
kanáta
)
:
small
jug
or
pitcher
Declension
declension of
κανάτι
singular
plural
nominative
κανάτι
κανάτια
genitive
κανατιού
κανατιών
accusative
κανάτι
κανάτια
vocative
κανάτι
κανάτια
Similar Results