Definify.com
Definition 2024
καναρίνι
καναρίνι
See also: καναρινί
Greek
Noun
καναρίνι • (kanaríni) n (plural καναρίνια)
- canary (bird)
Declension
declension of καναρίνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καναρίνι | καναρίνια |
genitive | καναρινιού | καναρινιών |
accusative | καναρίνι | καναρίνια |
vocative | καναρίνι | καναρίνια |
Related terms
- Κανάρια Νησιά n pl (Kanária Nisiá, “Canary Islands”)
External links
- καναρίνι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el