Definify.com
Definition 2024
κανονάκι
κανονάκι
Greek
Noun
κανονάκι • (kanonáki) n (plural κανονάκια)
Declension
declension of κανονάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κανονάκι | κανονάκια |
genitive | — | — |
accusative | κανονάκι | κανονάκια |
vocative | κανονάκι | κανονάκια |
External links
- κανονάκι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el