Definify.com
Definition 2024
καπιταλισμός
καπιταλισμός
Greek
Noun
καπιταλισμός • (kapitalismós) m (plural καπιταλισμοί)
Declension
declension of καπιταλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπιταλισμός | καπιταλισμοί |
genitive | καπιταλισμού | καπιταλισμών |
accusative | καπιταλισμό | καπιταλισμούς |
vocative | καπιταλισμέ | καπιταλισμοί |
Synonyms
- κεφαλαιοκρατία f (kefalaiokratía)
Related terms
- καπιταλιστής m (kapitalistís, “capitalist”)
- καπιταλίστρια f (kapitalístria, “capitalist”)
External links
- καπιταλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el