Definify.com
Definition 2024
καπνιστήριο
καπνιστήριο
Greek
Noun
καπνιστήριο • (kapnistírio) n (plural καπνιστήρια)
- smoking room (room for people to smoke)
- smoker (apparatus for smoking food)
- smokehouse, smokery
Declension
declension of καπνιστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνιστήριο | καπνιστήρια |
genitive | καπνιστηρίου | καπνιστηρίων |
accusative | καπνιστήριο | καπνιστήρια |
vocative | καπνιστήριο | καπνιστήρια |
Related terms
- see: καπνίζω (kapnízo, “to smoke”)