Definify.com
Definition 2024
καπνοδοχοκαθαριστής
καπνοδοχοκαθαριστής
Greek
Noun
καπνοδοχοκαθαριστής • (kapnodochokatharistís) m
Declension
declension of καπνοδοχοκαθαριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνοδοχοκαθαριστής | καπνοδοχοκαθαριστές |
genitive | καπνοδοχοκαθαριστή | καπνοδοχοκαθαριστών |
accusative | καπνοδοχοκαθαριστή | καπνοδοχοκαθαριστές |
vocative | καπνοδοχοκαθαριστή | καπνοδοχοκαθαριστές |