Definify.com
Definition 2024
καπνοπωλείο
καπνοπωλείο
Greek
Noun
καπνοπωλείο • (kapnopoleío) n (plural καπνοπωλεία)
- tobacconist (tobacconist's shop)
Declension
declension of καπνοπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνοπωλείο | καπνοπωλεία |
genitive | καπνοπωλείου | καπνοπωλείων |
accusative | καπνοπωλείο | καπνοπωλεία |
vocative | καπνοπωλείο | καπνοπωλεία |
Related terms
- καπνοπώλης n (kapnopólis, “tobacconist”)
- and see: καπνίζω (kapnízo, “to smoke”)