Definify.com
Definition 2025
καρατόμηση
καρατόμηση
Greek
Noun
καρατόμηση • (karatómisi) f (plural καρατομήσεις)
- beheading
- (figuratively) removal of a leadership
Declension
declension of καρατόμηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | καρατόμηση | καρατμήσεις |
| genitive | καρατόμησης / καρατμήσεως | καρατμήσεων |
| accusative | καρατόμηση | καρατμήσεις |
| vocative | καρατόμηση | καρατμήσεις |
Synonyms
- (actual and figurative): αποκεφαλισμός m (apokefalismós)