Definify.com
Definition 2024
καρδινάλιος
καρδινάλιος
Greek
Noun
καρδινάλιος • (kardinálios) m (plural καρδινάλιοι)
Declension
declension of καρδινάλιος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρδινάλιος | καρδινάλιοι |
genitive | καρδιναλίου | καρδιναλίων |
accusative | καρδινάλιο | καρδιναλίους |
vocative | καρδινάλιε | καρδινάλιοι |