Definify.com
Definition 2024
καρδιολόγος
καρδιολόγος
Greek
Noun
καρδιολόγος • (kardiológos) m, f (plural καρδιολόγοι)
Declension
declension of καρδιολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρδιολόγος | καρδιολόγοι |
genitive | καρδιολόγου | καρδιολόγων |
accusative | καρδιολόγο | καρδιολόγους |
vocative | καρδιολόγε | καρδιολόγοι |