Definify.com
Definition 2024
καριέρα
καριέρα
Greek
Noun
καριέρα • (kariéra) f (plural καριέρες)
Declension
declension of καριέρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καριέρα | καριέρες |
genitive | καριέρας | — |
accusative | καριέρα | καριέρες |
vocative | καριέρα | καριέρες |
Synonyms
- σταδιοδρομία f (stadiodromía)