Definify.com
Definition 2024
καρμανιόλες
καρμανιόλες
Greek
Noun
καρμανιόλες • (karmanióles) f
- Nominative plural form of καρμανιόλα (karmanióla).
- Accusative plural form of καρμανιόλα (karmanióla).
- Vocative plural form of καρμανιόλα (karmanióla).