Definify.com
Definition 2024
κατάθεση
κατάθεση
Greek
Noun
κατάθεση • (katáthesi) f (plural καταθέσεις)
- submission, presentation, registration
- deposit (in bank)
- testimony (in court of law)
Declension
declension of κατάθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάθεση | καταθέσεις |
genitive | κατάθεσης / καταθέσεως | καταθέσεων |
accusative | κατάθεση | καταθέσεις |
vocative | κατάθεση | καταθέσεις |
Related terms
- καταθέτω (katathéto, “to make a deposit at bank”)
- βιβλιάριο καταθέσεων n (vivliário katathéseon, “bank passbook”)