Definify.com
Definition 2024
κατάλογος
κατάλογος
Greek
Noun
κατάλογος • (katálogos) m (plural κατάλογοι)
- catalogue (UK), catalog (US)
- list
- menu (a list of available dishes in restaurant)
- (computing) directory, folder
Declension
declension of κατάλογος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάλογος | κατάλογοι |
genitive | καταλόγου | καταλόγων |
accusative | κατάλογο | καταλόγους |
vocative | κατάλογε | κατάλογοι |
Synonyms
- (directory): φάκελος m (fákelos)
- (menu): μενού n (menoú)
- (menu): εδεσματολόγιο n (edesmatológio)
- (list): λίστα f (lísta)