Definify.com
Definition 2024
κατάταξις
κατάταξις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /katátaxsis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /katátaksis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /katátaksis/
Noun
κατάταξις • (katátaxis) f (genitive κατατάξεως); third declension
- ordering, arranging; classification
- ordinance, regulation
- (in medicine) reduction (of dislocations)
Inflection
Third declension of κατάταξῐς, κατατάξεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | κατάταξῐς | κατατάξει | κατατάξεις |
Genitive | κατατάξεως | καταταξέοιν | κατατάξεων |
Dative | κατατάξει | καταταξέοιν | κατατάξεσῐ(ν) |
Accusative | κατάταξῐν | κατατάξει | κατατάξεις |
Vocative | κατάταξῐ | κατατάξει | κατατάξεις |
Third declension of κατάταξῐς, κατατάξιος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | κατάταξῐς | κατατάξιε | κατατάξιες |
Genitive | κατατάξιος | καταταξίοιν | καταταξίων |
Dative | κατατάξῑ, κατατάξει | καταταξίοιν | κατατάξῐσῐ(ν), καταταξίεσῐ(ν), κατατάξεσῐ(ν) |
Accusative | κατάταξῐν | κατατάξιε | κατατάξῑς, κατατάξιᾰς |
Vocative | κατάταξῐ | κατατάξιε | κατατάξιες |
References
- κατάταξις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «κατάταξις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette