Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
καταδιώχτηκα
καταδιώχτηκα
Greek
Verb
καταδιώχτηκα
•
(
katadióchtika
)
first-person singular
simple past
of
καταδιώκομαι
(
katadiókomai
)
Similar Results