Definify.com
Definition 2024
καταδρομή
καταδρομή
Greek
Noun
καταδρομή • (katadromí) f (plural καταδρομές)
Declension
declension of καταδρομή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταδρομή | καταδρομές |
genitive | καταδρομής | καταδρομών |
accusative | καταδρομή | καταδρομές |
vocative | καταδρομή | καταδρομές |
Related terms
- καταδρομέας m (katadroméas, “commando”)
- δύναμη καταδρομών f (dýnami katadromón, “commando force”)