Definify.com
Definition 2024
κατακόμβη
κατακόμβη
Greek
Noun
κατακόμβη • (katakómvi) f (plural κατακόμβες)
Declension
declension of κατακόμβη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατακόμβη | κατακόμβες |
genitive | κατακόμβης | κατακομβών |
accusative | κατακόμβη | κατακόμβες |
vocative | κατακόμβη | κατακόμβες |