Definify.com
Definition 2024
καταπρακτικός
καταπρακτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /katapraktikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /katapraktikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /katapɾaktikós/
Adjective
καταπρακτικός • (katapraktikós) m (feminine καταπρακτική, neuter καταπρακτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of καταπρακτικός, καταπρακτική, καταπρακτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | καταπρακτικός | καταπρακτική | καταπρακτικόν | καταπρακτικώ | καταπρακτικᾱ́ | καταπρακτικώ | καταπρακτικοί | καταπρακτικαί | καταπρακτικᾰ́ | |||
Genitive | καταπρακτικοῦ | καταπρακτικῆς | καταπρακτικοῦ | καταπρακτικοῖν | καταπρακτικαῖν | καταπρακτικοῖν | καταπρακτικῶν | καταπρακτικῶν | καταπρακτικῶν | |||
Dative | καταπρακτικῷ | καταπρακτικῇ | καταπρακτικῷ | καταπρακτικοῖν | καταπρακτικαῖν | καταπρακτικοῖν | καταπρακτικοῖς | καταπρακτικαῖς | καταπρακτικοῖς | |||
Accusative | καταπρακτικόν | καταπρακτικήν | καταπρακτικόν | καταπρακτικώ | καταπρακτικᾱ́ | καταπρακτικώ | καταπρακτικούς | καταπρακτικᾱ́ς | καταπρακτικᾰ́ | |||
Vocative | καταπρακτικέ | καταπρακτική | καταπρακτικόν | καταπρακτικώ | καταπρακτικᾱ́ | καταπρακτικώ | καταπρακτικοί | καταπρακτικαί | καταπρακτικᾰ́ | |||
References
- καταπρακτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «καταπρακτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «καταπρακτικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften