Definify.com

Definition 2024


καταστηματάρχης

καταστηματάρχης

Greek

Noun

καταστηματάρχης (katastimatárchis) m (plural καταστηματάρχες, feminine καταστηματάρχισσα)

  1. shopkeeper

Declension

Related terms

Synonyms

  • έμπορος m (émporos)
  • μαγαζάτορας m (magazátoras)