Definify.com
Definition 2025
καταφύγιο
καταφύγιο
Greek
Noun
καταφύγιο • (katafýgio) n (plural καταφύγια)
Declension
declension of καταφύγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταφύγιο | καταφύγια |
genitive | καταφύγιου / καταφυγίου | καταφύγιων / καταφυγίων |
accusative | καταφύγιο | καταφύγια |
vocative | καταφύγιο | καταφύγια |
Related terms
- καταφεύγω (katafévgo, “to take refuge”)
External links
- καταφύγιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el