Definify.com
Definition 2024
κατηγορουμένη
κατηγορουμένη
Greek
Noun
κατηγορουμένη • (katigorouméni) f (plural κατηγορουμένες, masculine κατηγορούμενος)
Declension
declension of κατηγορουμένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορουμένη | κατηγορουμένες |
genitive | κατηγορουμένης | κατηγορουμένων |
accusative | κατηγορουμένη | κατηγορουμένες |
vocative | κατηγορουμένη | κατηγορουμένες |
Related terms
- κατηγορία f (katigoría, “charge”)