Definify.com

Definition 2024


κατηγορούμενο

κατηγορούμενο

Greek

Noun

κατηγορούμενο (katigoroúmeno) n (plural κατηγορούμενα)

  1. (grammar, linguistics) predicative
    "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
    "George is wicked" - The predicative of the subject is the adjective "wicked".

Declension

Related terms