Definify.com
Definition 2024
κατηγορούμενο
κατηγορούμενο
Greek
Noun
κατηγορούμενο • (katigoroúmeno) n (plural κατηγορούμενα)
- (grammar, linguistics) predicative
- "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
- "George is wicked" - The predicative of the subject is the adjective "wicked".
- "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
Declension
declension of κατηγορούμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορούμενο | κατηγορούμενα |
genitive | κατηγορουμένου | κατηγορουμένων |
accusative | κατηγορούμενο | κατηγορούμενα |
vocative | κατηγορούμενο | κατηγορούμενα |
Related terms
- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)