Definify.com
Definition 2024
κατονομάζω
κατονομάζω
Greek
Verb
κατονομάζω • (katonomázo) (simple past κατονόμασα)
- name, identify, mention
- Θέλουμε να κατονομάσεις τον πραγματικό ένοχο.
- Théloume na katonomáseis ton pragmatikó énocho.
- We wish to name the real culprit.
- Θέλουμε να κατονομάσεις τον πραγματικό ένοχο.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.