Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κατσικόδρομε
κατσικόδρομε
Greek
Noun
κατσικόδρομε
•
(
katsikódrome
)
m
Vocative
singular
form of
κατσικόδρομος
(
katsikódromos
)
.
Similar Results