Definify.com
Definition 2024
κατ'_εξοχήν
κατ' εξοχήν
Greek
Adjective
κατ' εξοχήν • (kat' exochín) (invariable)
- preeminent, eminent
- Έχοντας εδραιώσει τη φήμη του ως ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός ...
- Échontas edraiósei ti fími tou os o kat’ exochín theoritikós ...
- Having established his reputation as the dominant theorist ...
- Έχοντας εδραιώσει τη φήμη του ως ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός ...