Definify.com
Definition 2024
κεραμίδι
κεραμίδι
Greek
Noun
κεραμίδι • (keramídi) n (plural κεραμίδια)
- tile (on roofs)
- (figuratively) roof
- Υπάρχει μια γάτα που όλο νιαουρίζει στα κεραμίδια δίπλα. ― Ypárchei mia gáta pou ólo niaourízei sta keramídia dípla. ― There's a cat who is constantly meowing on the roof next door.
- (figuratively) house, roof over one's head
- Μάζεψαν λεφτά για πολλά χρόνια να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ' τα κεφάλια τους. ― Mázepsan leftá gia pollá chrónia na váloun éna keramídi páno ap' ta kefália tous. ― They saved up for many years to get a roof over their heads.
Declension
declension of κεραμίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κεραμίδι | κεραμίδια |
genitive | κεραμιδιού | κεραμιδιών |
accusative | κεραμίδι | κεραμίδια |
vocative | κεραμίδι | κεραμίδια |
Synonyms
- πλακάκι n (plakáki, “wall tile”)
Derived terms
- κεραμιδώνω (keramidóno, “to tile a roof”)
- κεραμίδωμα n (keramídoma, “roof tiling”)
- κεραμίδωση f (keramídosi, “roof tiling”)
Related terms
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια (ti kánei niáou niáou sta keramídia, “no ****, Captain Obvious”)