Definify.com
Definition 2024
κεφάλαιο
κεφάλαιο
See also: κεφαλαίο
Greek
Noun
κεφάλαιο • (kefálaio) n (plural κεφάλαια)
Declension
declension of κεφάλαιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κεφάλαιο | κεφάλαια |
genitive | κεφαλαίου | κεφαλαίων |
accusative | κεφάλαιο | κεφάλαια |
vocative | κεφάλαιο | κεφάλαια |
Related terms
- κεφαλαίο n (kefalaío, “capital letter”)
- κεφαλαιούχος n (kefalaioúchos)
- κεφαλαιοκράτης n (kefalaiokrátis)
- κεφαλαιοκρατικός n (kefalaiokratikós)