Definify.com
Definition 2024
κιθαριστής
κιθαριστής
Greek
Noun
κιθαριστής • (kitharistís) m (plural κιθαριστές)
Declension
declension of κιθαριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κιθαριστής | κιθαριστές |
genitive | κιθαριστή | κιθαριστών |
accusative | κιθαριστή | κιθαριστές |
vocative | κιθαριστή | κιθαριστές |