Definify.com

Definition 2024


κινηματόγραφος

κινηματόγραφος

Greek

Noun

κινηματόγραφος (kinimatógrafos) m (plural κινηματόγραφοι)

  1. (colloquial) Alternative form of κινηματογράφος (kinimatográfos)

Declension