Definify.com
Definition 2024
κινητό_τηλέφωνο
κινητό τηλέφωνο
Greek
Noun
κινητό τηλέφωνο • (kinitó tiléfono) n (plural κινητά τηλέφωνα)
- (communication) mobile, mobile phone (UK), cell phone (US)
Synonyms
- κινητό n (kinitó)
See also
- τηλέφωνο n (tiléfono, “telephone”)
External links
- κινητό τηλέφωνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el