Definify.com
Definition 2024
κιτρινόριζα
κιτρινόριζα
Greek
Noun
κιτρινόριζα • (kitrinóriza) m (plural κιτρινόριζες)
Declension
declension of κιτρινόριζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κιτρινόριζα | κιτρινόριζες |
genitive | κιτρινόριζας | κιτρινοριζών |
accusative | κιτρινόριζα | κιτρινόριζες |
vocative | κιτρινόριζα | κιτρινόριζες |
Synonyms
- see: κουρκουμάς m (kourkoumás)