Definify.com
Definition 2024
κλάσιμο
κλάσιμο
Greek
Noun
κλάσιμο • (klásimo) n (plural κλασίματα)
- (offensive, vulgar) farting (the act of farting)
- Το κλάσιμο μπροστά στους άλλους είναι αγενές. ― To klásimo brostá stous állous eínai agenés. ― Farting in front of others is rude.
Declension
declension of κλάσιμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κλάσιμο | κλασίματα |
genitive | κλασίματος | κλασιμάτων |
accusative | κλάσιμο | κλασίματα |
vocative | κλάσιμο | κλασίματα |