Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κλειδώσεως
κλειδώσεως
See also:
κλείδωσης
Greek
Noun
κλειδώσεως
•
(
kleidóseos
)
f
Genitive
singular
form of
κλείδωση
(
kleídosi
)
.
Similar Results