Definify.com
Definition 2024
κλιματιστικό
κλιματιστικό
Greek
Noun
κλιματιστικό • (klimatistikó) n (plural κλιματιστικά)
- air conditioner (air conditioner)
Declension
declension of κλιματιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κλιματιστικό | κλιματιστικά |
genitive | κλιματιστικού | κλιματιστικών |
accusative | κλιματιστικό | κλιματιστικά |
vocative | κλιματιστικό | κλιματιστικά |
Synonyms
- κλιματισμός m (klimatismós)
Adjective
κλιματιστικό • (klimatistikó)
- Accusative masculine singular form of κλιματιστικός (klimatistikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of κλιματιστικός (klimatistikós).