Definify.com
Definition 2024
κλισιόμετρο
κλισιόμετρο
Greek
Noun
κλισιόμετρο • (klisiómetro) n (plural κλισιόμετρα)
Declension
declension of κλισιόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κλισιόμετρο | κλισιόμετρα |
genitive | κλισιόμετρου | κλισιόμετρων |
accusative | κλισιόμετρο | κλισιόμετρα |
vocative | κλισιόμετρο | κλισιόμετρα |
Related terms
- κλίση f (klísi, “inclination”)