Definify.com
Definition 2024
κοινοβίτης
κοινοβίτης
Greek
Noun
κοινοβίτης • (koinovítis) m (plural κοινοβίτες)
Declension
declension of κοινοβίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοινοβίτης | κοινοβίτες |
genitive | κοινοβίτη | κοινοβιτών |
accusative | κοινοβίτη | κοινοβίτες |
vocative | κοινοβίτη | κοινοβίτες |