Definify.com
Definition 2024
κοκκινολάχανο
κοκκινολάχανο
Greek
Alternative forms
Noun
κοκκινολάχανο • (kokkinoláchano) n (plural κοκκινολάχανα)
Declension
declension of κοκκινολάχανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκινολάχανο | κοκκινολάχανα |
genitive | κοκκινολάχανου | κοκκινολάχανων |
accusative | κοκκινολάχανο | κοκκινολάχανα |
vocative | κοκκινολάχανο | κοκκινολάχανα |
Related terms
λάχανο n (láchano, “cabbage”)
- and see: λαχανικό n (lachanikó, “vegetable”)