Definify.com
Definition 2024
κοκκινολαίμης
κοκκινολαίμης
Greek
Noun
κοκκινολαίμης • (kokkinolaímis) m (plural κοκκινολαίμηδες)
- European robin, robin, redbreast (Erithacus rubecula)
Declension
declension of κοκκινολαίμης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκινολαίμης | κοκκινολαίμηδες |
genitive | κοκκινολαίμη | κοκκινολαίμηδων |
accusative | κοκκινολαίμη | κοκκινολαίμηδες |
vocative | κοκκινολαίμη | κοκκινολαίμηδες |