Definify.com
Definition 2024
κοκκινομάλλης
κοκκινομάλλης
Greek
Noun
κοκκινομάλλης • (kokkinomállis) m (plural κοκκινομάλληδες)
- (male) redhead
Declension
declension of κοκκινομάλλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκινομάλλης | κοκκινομάλληδες |
genitive | κοκκινομάλλη | κοκκινομάλληδων |
accusative | κοκκινομάλλη | κοκκινομάλληδες |
vocative | κοκκινομάλλη | κοκκινομάλληδες |
Related terms
- κοκκινομάλλα f (kokkinomálla, “(female) redhead”)