Definify.com
Definition 2024
κομμωτήριο
κομμωτήριο
Greek
Noun
κομμωτήριο • (kommotírio) n (plural κομμωτήρια)
Declension
declension of κομμωτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κομμωτήριο | κομμωτήρια |
genitive | κομμωτηρίου | κομμωτηρίων |
accusative | κομμωτήριο | κομμωτήρια |
vocative | κομμωτήριο | κομμωτήρια |
Related terms
- see: κόμμωση f (kómmosi, “hairstyle, hairdo, coiffure”)