Definify.com
Definition 2024
κομπιούτερ
κομπιούτερ
Greek
Noun
κομπιούτερ • (kompioúter) n (invariable)
Synonyms
- υπολογιστής m (ypologistís)
- ηλεκτρονικός υπολογιστής m (ilektronikós ypologistís, “computer”)
- Η/Υ m (I/Y) (abbreviation)
- φορητός υπολογιστής m (foritós ypologistís, “portable computer”)
- επιτραπέζιος υπολογιστής m (epitrapézios ypologistís, “desktop computer”)
Derived terms
- κομπιουτεράκι n (kompiouteráki, “calculator”)