Definify.com

Definition 2024


κουβέντα

κουβέντα

Greek

Noun

κουβέντα (kouvénta) f (plural κουβέντες)

  1. chat, conversation, talk
    Είχαμε μια σύντομη κουβέντα.
    We had a short chat.
  2. word, phrase

Declension

Derived terms

  • (diminutive): κουβεντούλα f (kouventoúla)
  • κουβεντολόι n (kouventolói, chatter, natter, jabber)