Definify.com
Definition 2024
κουβέντα
κουβέντα
Greek
Noun
κουβέντα • (kouvénta) f (plural κουβέντες)
- chat, conversation, talk
- Είχαμε μια σύντομη κουβέντα.
- We had a short chat.
- Είχαμε μια σύντομη κουβέντα.
- word, phrase
Declension
declension of κουβέντα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουβέντα | κουβέντες |
genitive | κουβέντας | — |
accusative | κουβέντα | κουβέντες |
vocative | κουβέντα | κουβέντες |
Derived terms
- (diminutive): κουβεντούλα f (kouventoúla)
- κουβεντολόι n (kouventolói, “chatter, natter, jabber”)