Definify.com
Definition 2025
κουκουλοφόροι
κουκουλοφόροι
Greek
Noun
κουκουλοφόροι • (koukoulofóroi) m
- Nominative plural form of κουκουλοφόρος (koukoulofóros).
- Vocative plural form of κουκουλοφόρος (koukoulofóros).
κουκουλοφόροι • (koukoulofóroi) m