Definify.com
Definition 2024
κουμπότρυπα
κουμπότρυπα
Greek
Noun
κουμπότρυπα • (koumpótrypa) f (plural κουμπότρυπες)
Declension
declension of κουμπότρυπα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουμπότρυπα | κουμπότρυπες |
genitive | κουμπότρυπας | — |
accusative | κουμπότρυπα | κουμπότρυπες |
vocative | κουμπότρυπα | κουμπότρυπες |
Related terms
- κουμπί n (koumpí, “button”)