Definify.com
Definition 2024
κουνουπιέρα
κουνουπιέρα
Greek
Noun
κουνουπιέρα • (kounoupiéra) f (plural κουνουπιέρες)
Declension
declension of κουνουπιέρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουνουπιέρα | κουνουπιέρες |
genitive | κουνουπιέρας | κουνουπιέρων |
accusative | κουνουπιέρα | κουνουπιέρες |
vocative | κουνουπιέρα | κουνουπιέρες |
Related terms
- κουνούπι n (kounoúpi, “mosquito”)