Definify.com
Definition 2024
κουτσομπόλης
κουτσομπόλης
Greek
Noun
κουτσομπόλης • (koutsompólis) m (plural κουτσομπόληδες, feminine κουτσομπόλα)
- (male) gossip, gossiper (one who talks about third parties, often negatively)
- Μην ακούς τις ιστορίες του Αλέκου, είναι κουτσομπόλης. ― Min akoús tis istoríes tou Alékou, eínai koutsompólis. ― Don't listen to Alekos's stories, he's a gossiper.
Declension
declension of κουτσομπόλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουτσομπόλης | κουτσομπόληδες |
genitive | κουτσομπόλη | κουτσομπόληδων |
accusative | κουτσομπόλη | κουτσομπόληδες |
vocative | κουτσομπόλη | κουτσομπόληδες |
Related terms
- κουτσομπολιό n (koutsompolió, “gossip”)
- κουτσομπολεύω (koutsompolévo, “to gossip”)
Synonyms
- (gossiper): κουσκουσούρης m (kouskousoúris)