Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κρέμα_γάλακτος
κρέμα γάλακτος
Greek
Noun
κρέμα
γάλακτος
•
(
kréma gálaktos
)
f
(
plural
κρέμες γάλακτος
)
cream
,
dairy
cream
Synonyms
κρέμα
f
(
kréma
)
καϊμάκι
n
(
kaïmáki
)
Similar Results