Definify.com
Definition 2025
κραμπολάχανο
κραμπολάχανο
Greek
Alternative forms
- κραμβολάχανο n (kramvoláchano)
Noun
κραμπολάχανο • (krampoláchano) n (plural κραμπολάχανα)
Declension
declension of κραμπολάχανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κραμπολάχανο | κραμπολάχανα |
genitive | κραμπολάχανου | κραμπολάχανων |
accusative | κραμπολάχανο | κραμπολάχανα |
vocative | κραμπολάχανο | κραμπολάχανα |
Related terms
- λάχανο n (láchano, “cabbage”)
- κραμπόφυλλο n (krampófyllo, “cabbage leaf”)