Definify.com
Definition 2024
κρασοπότηρο
κρασοπότηρο
Greek
Noun
κρασοπότηρο • (krasopótiro) n (plural κρασοπότηρα)
Declension
declension of κρασοπότηρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρασοπότηρο | κρασοπότηρα |
genitive | κρασοπότηρου | κρασοπότηρων |
accusative | κρασοπότηρο | κρασοπότηρα |
vocative | κρασοπότηρο | κρασοπότηρα |
Synonyms
- ποτήρι κρασιού n (potíri krasioú)
Usage notes
- Compare:
- ποτήρι κρασιού n (potíri krasioú, “wine glass”)
- ποτήρι του κρασιού n (potíri tou krasioú, “wine glass”)
- ποτήρι κρασί n (potíri krasí, “glass of wine”)